- αυλή
- Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα.
Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα ομηρικά χρόνια ήταν ο άμεσος, πριν από το μέγαρο, χώρος που ήταν προσιτός από τον δρόμο με το πρόθυρο και τις λεγόμενες αύλειες θύρες. Στο κέντρο περίπου της α. βρισκόταν ο βωμός του Ερκείου Διός. Η ακριβής διάταξη της α. αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές των μεγάλων μυκηναϊκών ανακτόρων της Τίρυνθας, των Μυκηνών και της Πύλου. Στους ιστορικούς χρόνους, εκτός από τα ανάκτορα, η α. αποτελούσε για τις κατοικίες των εύπορων βασικό τμήμα της. Στα κατοπινά χρόνια, η α. πήρε τη μορφή περιστυλίου και με αυτή τη μορφή την υιοθέτησαν οι Ρωμαίοι και την τυποποίησαν σε άτριο. Οι Βυζαντινοί διατήρησαν και βελτίωσαν το ελληνορωμαϊκό σχέδιο της α., το εφάρμοσαν μάλιστα και στους ναούς ρυθμού βασιλικής καθώς και στα μοναστήρια.
Στη Δύση, κατά τον Μεσαίωνα, οι κατοικίες των ηγεμόνων είχαν κεντρική α., ανοιχτή ή στεγασμένη, στην οποία οργάνωναν συγκεντρώσεις και συμπόσια. Ως ωραιότερες α. αναφέρονται εκείνες του Λούβρου, του Λουξεμβούργου και του μεγάρου των Απομάχων στο Παρίσι, οι α. των μεγάρων Κυρηνάλιου, Μποργκέζε, Φαρνέζε και Μπελβεντέρε στη Ρώμη και η α. των Λιονταριών της Αλάμπρας στη Γρανάδα.
Η αυλή του Μπελβεντέρε στο Βατικανό, της οποίας η διάταξη και οι γύρω οικοδομές οφείλονται σε σχέδια του Ντονάτο Μπραμάντε.
* * *η (AM αὐλή)1. ανοιχτός χώρος, συνήθως περιφραγμένος, μπροστά ή γύρω από σπίτι ή άλλο κτήριο2. μάντρα («Χαῑρε αὐλή λογικῶν προβάτων» — για τη Θεοτόκο)3. βασιλική αυλή, παλάτι4. κατοικίαμσν.- νεοελλ.1. κατοικία αξιωματούχου, αρχοντικό2. ταράτσανεοελλ.το προσωπικό των ανακτόρων ή της κατοικίας ηγεμόνα ή αξιωματούχουαρχ.ο περίβολος, ο φράχτης της αυλής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυλή καθώς και ο παράλληλος τ. αύλις είναι παράγωγα ουσ. σε -λ- της ρίζας *αu- «κοιμάμαι, διανυκτερεύω», η οποία απαντά στο ρ. ι-αύω, που έχει την ίδια σημασία, και στα αρμ. aw-t «κατοικία, κατάλυμα», ag-anim «περνώ τη νύχτα, διανυκτερεύω». Το ίδιο θ. σε –λ- εμφανίζεται ίσως και στα τοχ. Β' aulāre, Α' olar «σύντροφος», ενώ ο συσχετισμός του με τον αόρ. άεσα του αέσκω* δεν μπορεί να υποστηριχθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Η λ. αυλή εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -αυλός (στο οποίο λήγουν και τα σύνθετα της λ. αυλός*).ΠΑΡ. αυλίζομαι, αυλικόςαρχ.αυλαίος, αύλειος, αύλιον, αύλιος, αυλίτης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αυλάρχηςνεοελλ.αυλόγυρος, αυλόθυρα, αυλοκόλακας, αυλόπορτα. (Β' συνθετικό) αρχ. άγραυλος, άναυλος, άπαυλος, βόαυλος, δράκαυλος, δύσαυλος, έναυλος, έπαυλος, θερείαυλος, θύραυλος, μεσίαυλος, μεσόαυλος, μέταυλος, ορείαυλος, ορέσσαυλος, πάραυλος, περίαυλος, σύναυλος, ύπαυλος, φιλάγραυλος, χώραυλος].
Dictionary of Greek. 2013.